- πα
- (I)πᾷ (Α)(δωρ. τ.) βλ. πη (II).————————(II)επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.————————(III)πα (Α)αποκοπή τής πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).————————(IV)πᾳ (Α)(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.————————(V)πᾳ (Α)(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.————————(VI)πᾳ (Α)(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.————————(VII)μουσ. ο πρώτος φθόγγος τής κλίμακας τής βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.